- κοινότητα
- Όρος που χρησιμοποιείται με πολλές έννοιες, συνηθέστερα ως συνώνυμος της κοινωνίας, της κοινωνικής οργάνωσης και του κοινωνικού συστήματος ή της συλλογικής δραστηριότητας. Ιστορικά καθιερώθηκε και ταυτίστηκε με την έννοια μιας ειδικής εδαφικής αυτονομίας (συνήθως περιορισμένου χαρακτήρα) και συνδέθηκε με την τοπική αυτοδιοίκηση για ορισμένες δραστηριότητες τοπικού χαρακτήρα και σημασίας. Κατά καιρούς έχουν χρησιμοποιηθεί διάφορα κριτήρια για τον χαρακτηρισμό διαφόρων ομάδων ανθρώπων ως κ. (κοινωνικοπολιτικά, εδαφικά, βιολογικά, θρησκευτικά, εθνικά κ.ά.).
* * *η (AM κοινότης, -ητος, Μ και κοινότη) [κοινός]η ιδιότητα τού κοινού, το να ανήκει κάτι σε πολλούς ή να είναι κοινό γνώρισμα πολλών («κοινότητα συμφερόντων»)νεοελλ.1. ένωση προσώπων που έχουν κοινή καταγωγή, κοινά συμφέροντα ή κοινά ενδιαφέροντα και ασχολίες (α. «η ελληνική κοινότητα τής Αλεξάνδρειας» β. «η μαθητική κοινότητα»)2. (στην Ελλάδα) η κατώτερη βαθμίδα διοικητικής διαίρεσης τού κράτους («κοινότητα Πυθαγορείου Σάμου»)3. (επί τουρκοκρατίας) διοικητικός οργανισμός πόλης, κωμόπολης («οι κοινότητες τού Πηλίου»)4. φρ. α) «Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα» — βλ. ευρωπαϊκόςβ) «Βουλή τών Κοινοτήτων» — το ένα από τα δύο νομοθετικά σώματα τού αγγλικού κοινοβουλίουνεοελλ.-μσν.διοικητικός οργανισμός μονής ή μοναστικής πολιτείας («ιερά κοινότητα τού Αγίου Όρους»)μσν.1. το σύνολο τών πολιτών2. συγκέντρωση ατόμων, ομήγυρηαρχ.1. κοινή ιδιότητα («αἱ μὲν γὰρ κοινότητες ἐπιφαίνονται ταῑς πράξεσιν», Πλούτ.)2. γραμμ. κοινό γένος3. γενικότητα, αοριστία, ασάφεια4. κοινοτοπία, κοινός τόπος5. κοινωνικότητα, προσήνεια, ευπροσηγορία6. η βουλή, το διασκεπτόμενο σώμα.
Dictionary of Greek. 2013.